εγχελύδιον
Смотреть что такое "εγχελύδιον" в других словарях:
ἐγχελύδιον — ἐγχελύ̱διον , ἐγχελύδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχελύδια — ἐγχελύ̱δια , ἐγχελύδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)